«Τι λες βρε νιανιάρο;», «Α, ο Δ.; Αυτός είναι κακό παιδί!», «Είσαι χαζό, παιδί μου;», «Δεν την παίζουμε την Β. Είναι χοντρή!», «Μη μιλάς εσύ. Δε μιλάς καλά!», «Α, αυτό εκεί έχει πρόβλημα, καλέ!», «Η Γ. όλο τιμωρίες παίρνει!», « Ο Τ. δεν είναι καλός μαθητής!», «Αυτός όλο βλακείες κάνει!», «Όλη την τάξη κάλεσα στο πάρτι μου, εκτός τον Κ. Θα μου σπάσει τα παιχνίδια!», «Η Π. είναι πολύ περίεργη, δε τη θέλουμε!», «Ο Σ. είναι βρωμιάρης, μπλιαχ!», «Κοίτα τι φοράει! Τα ρούχα της είναι χάλια!»…
… επιλεκτικά από τους πιο ήπιους χαρακτηρισμούς, που υιοθετούν τα παιδιά, όταν αυθόρμητα αναφέρονται σε κάποιον συμμαθητή ή κάποια συμμαθήτριά τους εντός της σχολικής κοινωνίας, στην οποία κατά το μεγαλύτερο χρονικό διάστημα της ημέρας δρουν και αλληλεπιδρούν…
Εν έτη 2017 η παλιά νοοτροπία της «ταμπελοποίησης» καλά κρατεί, και στατιστικά οι έρευνες δείχνουν αυξητική άνοδο παρά καθοδική πορεία, όπως θα όφειλε να αναμένονταν σε μία υποτίθεται εκμοντερνισμένη και προοδευτική κουλτούρα, που προφανώς αδυνατεί να πετάξει το «προικιό» των προηγούμενων γενεών και δε διαθέτει δυστυχώς καμία δικαιολογία γι’ αυτό.
Έτσι διαμορφώνονται δύο ομάδες, πληθυσμιακά ανισόρροπες μεταξύ τους: οι «ταμπελοποιούντες», που αυτοθερωρούνται ως η εξιδανικευμένη πλειονότητα, και οι «ταμπελοποιημένοι», που αποτελούν την εκτεθειμένη μειονότητα.
Ο κόσμος των «ταμπελοποιούντων»…
Σε αυτόν τον «πλανήτη» περιφερόμαστε ανάμεσα σε πάσχοντες από ενσυναίθηση, που συνήθως βασικό τους χαρακτηριστικό είναι ο εγωκεντρισμός. Ως εκ τούτου, το παιδί αυτού του «πλανήτη» θεωρεί σαν μεγαλύτερο αυτοσκοπό του να μην μπει στην αντίθετη ομάδα των «ταμπελοποιημένων», χωρίς ωστόσο να κατανοεί συνειδητά τους λόγους, που θα πρέπει το ίδιο να αποφεύγει κάποιους απ΄ αυτούς. Το χειρότερο: Δε διανοείται καν να προσπαθήσει τη διαδικασία να τους γνωρίσει πρώτα, γιατί κυρίως είναι απαίδευτο στη βασικότατη δεξιότητα της κρίσης, ώστε να εξετάσει την πιθανότητα, αν η «ετικέτα» πραγματολογικά έχει υπόσταση και όντως είναι προς αποφυγή. Κατ’ επέκταση δέχεται το χαρακτηρισμό ως δεδομένο και χάνει εκ των πραγμάτων τη δυνατότητα, να δώσει ευκαιρίες τόσο στον εαυτό του όσο και στα παιδιά του άλλου «πλανήτη».
Στο σημείο αυτό, όμως, είναι ιδιαίτερα σημαντικό να τονιστεί το εξής: Αντικειμενικά λανθασμένες συμπεριφορές συμβαίνουν από παιδιά, και μάλιστα όχι σε μεμονωμένη αλλά και σε επαναλαμβανόμενη συχνότητα. Το ζητούμενο σε αυτές τις περιπτώσεις είναι να γίνει αντιληπτή και απορριπτέα η καθαυτή λανθασμένη συμπεριφορά, χωρίς να ετικετάρεται το παιδί, από το οποίο αυτή προέρχεται, και συνάμα να μην κατηγοριοποιηθεί ως άτομο, που πορεύεται στη ζωή του κατ’ αυτόν τον τρόπο. Σε τελική ανάλυση ουδείς γνωρίζει και άρα δεν είναι σε θέση να κρίνει τους λόγους, που οδήγησαν ή συνεχίζουν να οδηγούν το συγκεκριμένο παιδί με τη λανθασμένη συμπεριφορά σε τέτοιου είδους αντιδράσεις.
Ο κόσμος των «ταμπελοποιημένων»…
Σε αυτόν τον «πλανήτη» κυκλοφορούμε ανάμεσα σε φέροντες «barcode» χαρακτηρισμών. Τα συγκεκριμένα παιδιά κουβαλούν συναισθήματα θλίψης, θυμού, μοναξιάς, ενοχής και σαφώς χαμηλής έως και κατακερματισμένης αυτοεκτίμησης. Δεν αποτελούν την εξαίρεση του κανόνα. Δεν τους αρέσει αυτός ο τρόπος ζωής, ούτε ο «ρόλος», που τους έχει στοιχειώσει στο κοινωνικό σύνολο. Το ακριβώς αντίθετο: Η μόνιμή τους επιθυμία είναι να βρουν μέσο να αποδράσουν από αυτόν τον άχαρο «πλανήτη». Ουσιαστικά, ωστόσο, αισθάνονται να τους βαραίνει το «ταμπελάκι», σαν κολλημένη αφίσα πάνω τους, από την οποία μακροπρόθεσμα μάταια προσπαθούν να απαλλαγούν. Έτσι αρχικά απορούν, στη συνέχεια βιώνουν ένα συγκεχυμένο μείγμα ανάμεσα σε θυμό μαζί με θλίψη, στην πορεία ενοχοποιούν τους εαυτούς τους, ψαλιδίζοντας παράλληλα την αυτοεικόνα τους, και στο τέλος πείθουν τον εαυτό τους, ότι αξίζουν αντίστοιχα αυτού, που τους προσάπτεται. Ποιο εντοπίζουμε εδώ ως αποτέλεσμα; Ο οποιοσδήποτε χαρακτηρισμός τους κατά τη διάρκεια της παιδικής ηλικίας μετατρέπεται αργότερα σαν «τατουάζ» στη συμπεριφορά και την τελική διαμόρφωση του χαρακτήρα τους ως ενήλικες.
Πως υποστηρίζουμε ένα παιδί, που «ταμπελοποιεί»;
- Ακούμε προσεκτικά το παιδί, όταν γενικά αφηγείται γεγονότα, που διαδραματίστηκαν στα διαλείμματα ή κατά τη διάρκεια του μαθήματος, αποφεύγοντας δικές μας είτε ήπιες είτε οξείες συναισθηματικές εξάρσεις. Δύσκολα εφαρμόσιμο; Ναι. Ακατόρθωτο; Όχι.
- Σε περίπτωση, που το παιδί κατά τη διάρκεια της αφήγησής του, χρησιμοποιεί χαρακτηρισμούς για κάποιο άλλο παιδί, τότε, και μόνο όταν έχει ολοκληρώσει πλήρως την αφήγησή του, υποστηρίζουμε το παιδί μας να αντιληφθεί για το άλλο παιδί το συναισθηματικό κόστος, που απορρέει από τον χαρακτηρισμό, που χρησιμοποίησε. Κι αυτό, γιατί γενικά τα παιδιά σε πρώτο χρόνο δε συνδέονται με τη σοβαρότητα, που κατέχει η εννοιολογική δύναμη μιας λέξης στον ψυχισμό του οποιουδήποτε παιδιού, που γίνεται ο αποδέκτης του χαρακτηρισμού. Μην ξεχνάμε το λαϊκό ρητό: Η γλώσσα κόκκαλα δεν έχει, και κόκκαλα τσακίζει.
- Αποφεύγουμε εμείς, οι ίδιοι, τουλάχιστον μπροστά στα παιδιά μας, να ακολουθούμε τον ίδιο δρόμο απόδοσης χαρακτηρισμών, λειτουργώντας έτσι ως πρότυπα.
- Στις περιπτώσεις, ωστόσο, κατά τις οποίες το δικό μας παιδί έχει δεχτεί λανθασμένες συμπεριφορές, και δεν αναφέρεται γενικά σε συμβάντα της καθημερινής σχολικής ρουτίνας, σαφώς το συναισθηματικό μας θερμόμετρο ανεβαίνει κατακόρυφα. Ισχύει, αν και ο βαθμός δυσκολίας αυξάνεται δραστικά, η ίδια τακτική: Παραμένουμε όσο το δυνατό ψύχραιμοι. Βασικός και κύριος στόχος μας είναι να θωρακίσουμε το παιδί απέναντι στις οποιεσδήποτε λανθασμένες συμπεριφορές έχει δεχτεί. Δεν το παρακάμπτουμε, αναλαμβάνοντας εμείς ενεργό δράση για την επίλυση του ζητήματος, που έχει προκύψει. Λειτουργούμε ως στενοί επόπτες, όχι ως εμπροσθοφυλακή. Για ποιο λόγο; Αφενός εκπαιδεύουμε το παιδί μας να αποκτήσει αυτοπεποίθηση, ώστε να αισθάνεται δυνατό στην αντιμετώπιση κοινωνικών δυσκολιών, που προκύπτουν, και αφετέρου διδάσκουμε την τόσο επιθυμητή κριτική σκέψη σε σχέση με μια κοινωνική κατάσταση (κοινωνική ωρίμανση). Με ποιους τρόπους το επιτυγχάνουμε; Σε πρώτο χρόνο υποστηρίζουμε το παιδί μας να τολμήσει μια συζήτηση με το άλλο παιδί με θέμα τη λανθασμένη συμπεριφορά, που το ενοχλεί. Σε δεύτερο χρόνο και από τη στιγμή, που η λανθασμένη συμπεριφορά του άλλου παιδιού εξακολουθεί να υφίσταται, ενθαρρύνουμε το παιδί μας να θέσει πλέον απόλυτα τα όριά του απέναντι στην επαναλαμβανόμενη λανθασμένη συμπεριφορά. Τέλος στις περιπτώσεις, κατά τις οποίες, ωστόσο, δε φθίνει ή εξαλείφεται παρά διαιωνίζεται η συγκεκριμένη λανθασμένη συμπεριφορά, συμβουλεύουμε το παιδί να απευθυνθεί για βοήθεια στους υπεύθυνους ενήλικες εντός σχολικού πλαισίου. Δεν μετατρέπουμε το σχολικό πεδίο σε πεδίο συγκρούσεων μεταξύ ενηλίκων εκτός σχολικού πλαισίου.
Πως υποστηρίζουμε ένα παιδί, όταν «ταμπελοποιείται»;
- Ακούμε προσεκτικά το παιδί, όταν γενικά αφηγείται γεγονότα, που διαδραματίστηκαν στα διαλείμματα ή κατά τη διάρκεια του μαθήματος, αποφεύγοντας δικές μας είτε ήπιες είτε οξείες συναισθηματικές εξάρσεις. Δύσκολα εφαρμόσιμο; Ναι. Ακατόρθωτο; Όχι….
… άρα: Η ενεργητική ακρόαση είναι κοινή και για τους δύο «πλανήτες»!
• Σε όλες τις περιπτώσεις των παιδιών, που γίνονται αποδέκτες χαρακτηρισμών, χωρίς να έχουν δώσει τροφή γι’ αυτό, εξηγούμε καταρχάς την αδυναμία ως προς την πλήρη κατανόηση της σημασίας του εκάστοτε χαρακτηρισμού από το παιδί, από το οποίο έχει προέλθει. Κι αυτό, γιατί –όπως προαναφέρθηκε- ο παιδικός κόσμος δεν αντιλαμβάνεται μέσα στον αυθορμητισμό και τη δυναμική της στιγμής τη συναισθηματική απήχηση και τη σκληρότητα, που δύναται να κατέχει μια «λέξη». Παράλληλα συζητάμε μαζί με το παιδί μας, αφουγκραζόμενοι τη λύπη αλλά και το θυμό που νιώθει, τη σοβαρή πιθανότητα της ακούσιας επιλογής του χαρακτηρισμού από το παιδί-πομπό, που ενδέχεται δυστυχώς πολύ συχνά να έχει συνηθίσει ένα τέτοιου είδους επικοινωνιακό τρόπο. Σαφώς βασικό μας μέλημα αποτελεί να αποθαρρύνουμε το παιδί να ξεσπάσει το θυμό του μέσω της μίμησης μιας τέτοιας συμπεριφοράς. Είναι άκρως σημαντικό για το παιδί να το δικαιώσουμε για τα συναισθήματα, που νιώθει, συνάμα όμως οφείλουμε να το αποτρέψουμε ή χειρότερα να πυροδοτήσουμε έντονες συναισθηματικές εκρήξεις του (π.χ. επιθετικότητα απέναντι στο άλλο παιδί), που μόνο επιδερμική ικανοποίηση μπορούν να προσφέρουν. Σε κάθε περίπτωση κοινό σημείο αποτελεί η προτροπή μας να επικοινωνήσει το παιδί την ενόχλησή του αναφορικά με το χαρακτηρισμό, που έχει δεχτεί. Με άλλα λόγια αποφεύγουμε σε πρώτο χρόνο την διόγκωση ενός τέτοιου συμβάντος. Πως ενεργούμε ωστόσο, όταν η «ταμπελοποίηση» επανεμφανίζεται ή παγιώνεται; Συζητούμε με το παιδί μας τη σημαντικότητα της μοναδικότητας. Με άλλα λόγια: Διδάσκουμε στο παιδί, ότι δεν υπάρχει τελειότητα καθώς και την απλή και αυτονόητη αλλά ξεχασμένη αλήθεια: Ο καθένας μας έχει τα δυνατά και τα αδύνατα σημεία της προσωπικότητας και της ιδιοσυγκρασίας του. Τα δυνατά προορίζονται προς διατήρηση, τα αδύνατα προορίζονται εν μέρει προς εξέλιξη και εν μέρει προς αποδοχή, χωρίς να ντρεπόμαστε γι’ αυτά. Σκοπός όλου αυτού αποτελεί ο θεμελιώδης στόχος να αποφευχθεί ο ακρωτηριασμός της μελλοντικής αυτοεικόνας και αυτοεκτίμησης του παιδιού εξαιτίας ενός χαρακτηρισμού. Κατ’ αυτόν τον τρόπο το παιδί αισθάνεται καλά με τον εαυτό του, και οδηγείται στην τακτική της ουσιαστικής αδιαφορίας ως προς το χαρακτηρισμό ή και το ίδιο το παιδί-πομπό, προβαίνοντας σε αλλαγή κοινωνικής ομάδας, που θα το κάνει να αισθάνεται την πλήρη αποδοχή του και όχι στην ανεξάντλητη πορεία του φαύλου κύκλου να αποδείξει, ότι δεν είναι αυτό, που του αποδίδεται.
- Στις περιπτώσεις, που το παιδί γίνεται αποδέκτης χαρακτηρισμών, για τους οποίους μέσω της συμπεριφοράς του έχει δώσει αφορμή να προκύψουν, η στάση μας χρήζει ιδιαίτερης προσέγγισης απέναντι στο ήδη «ταμπελοποιημένο» παιδί μας. Αρχικά διερευνούμε, αν το παιδί έχει αντιληφθεί τη λανθασμένη του συμπεριφορά. Στην πιθανότητα το παιδί να διακατέχεται από εσφαλμένη οπτική γωνία, θεωρώντας ότι δεν έχει παρεκκλίνει από κοινωνικά αποδεκτές συμπεριφορές, υποστηρίζουμε το παιδί να κατανοήσει την άδικη ενέργειά του, ώστε να μην την επαναλάβει. Στο ενδεχόμενο να έχει πλήρη κατανόηση της κατάστασης, προσπαθούμε με υπομονή, επιμονή, χωρίς επίκριση και μονολόγους (τα γνωστά «κηρύγματα») να ανακαλύψουμε μαζί με το παιδί μας τους λόγους, που υιοθετεί μια τέτοια συμπεριφορά. Βοηθούμε το παιδί να περάσει στην όχθη του άλλου παιδιού, που έχει γίνει αποδέκτης της λανθασμένης συμπεριφοράς, και να περιγράψει, πως θα ένιωθε στη θέση του παιδιού-δέκτη. Από τη στιγμή, που το παιδί μας συναισθανθεί τα αρνητικά συναισθήματα, που βίωσε το παιδί-δέκτης εξαιτίας του, οδηγείται ήδη από μόνο του στην συνειδητοποίηση της αποφυγής και επανάληψης μια αντίστοιχης τέτοιας συμπεριφοράς, που επιπρόσθετα θα αποφέρει για το ίδιο τη σταθεροποίηση της «ταμπέλας» σαν υπεργενικευμένο χαρακτηρισμό.
Συμπερασματικά
Κάθε μορφή «ταμπέλας», είτε με την ενεργητική είτε με την παθητική της ιδιότητα, οδηγεί σε σήψη.
Δεν είναι τυχαίο, ότι πραγματολογικά οι ταμπέλες δημιουργήθηκαν μόνο για βοηθητικούς λόγους: Βρίσκονται και υπάρχουν για τη σωστή επιλογή ρούχων, προϊόντων ή καταστήματος, και όχι για το ανθρώπινο είδος.
Συμβολικά η μόνη ταμπέλα, που ίσως να επιτρέπεται πάνω σε κάθε άνθρωπο και ιδίως πάνω στα παιδιά, είναι: ΠΡΟΣΟΧΗ! ΕΥΘΡΑΥΣΤΟΝ!
Δρ. Μαριαλένα Φιλίππου, Μ.Α.
Κλινική Λογοπαθολόγος-Νευρογλωσσολόγος
Γεωργία Βλαχογιάννη
Παιδοψυχολόγος-Οικογενειακή Σύμβουλος