Η δημιουργία κοινωνικής και κατ’ επέκταση συναισθηματικής σχέσης αποτελεί αντανακλαστικό ένστικτο επιβίωσης ήδη από τη γέννηση ενός παιδιού, ενώ πλέον έρευνες σημειώνουν επιπρόσθετα, ότι η ανάγκη αυτή εντοπίζεται και κατά την προγεννητική περίοδο. Ωστόσο ακόμα και τα παιδιά βιώνουν την επιθυμία για στιγμές μοναξιάς, που ως συναίσθημα θεωρείται παρεξηγημένο και χαρακτηρίζεται αρνητικό, ανησυχώντας ιδιαίτερα τους γονείς.
Πότε όμως η μοναξιά παραπέμπει σε στοιχεία σκεπτικισμού και πότε οφείλει να γίνεται σεβαστή ως σημάδι μέσης φυσιολογικής συναισθηματικής έκφρασης, ανασκούμπωσης, σκέψης, ξεκούρασης, επαναπροσδιορισμού;
Παρατηρώντας προσεκτικά το παιδί μας, δύο είναι οι βασικοί σηματοδότες, για να ανακαλύψουμε την εύστοχη απάντηση: η διάθεση του παιδιού στις στιγμές της μοναξιάς του, και ο ποσοτικός χρόνος της μοναχικής του επιλογής.
Η εικόνα του θυμικού κάθε ανθρώπου, πόσο μάλλον των παιδιών, δε διαγράφεται μονίμως στα ύψη, ούτε αποτελεί ψυχική ισορροπία το απότύπωμα αντιδράσεων με επίπεδες εναλλαγές συναισθημάτων. Στο μικρόκοσμό τους τα παιδιά διαπραγματεύονται τα δικά τους προβλήματα και θέματα, που είναι σημαντικά να λύσουν, κι ας φαίνονται απλοϊκά σε σύγκριση με τα αντίστοιχα των γονιών τους. Έτσι για παράδειγμα, το παιδί που απολαμβάνει το παιχνίδι ακόμα και μόνο του, σφύζει από χαρά και ευτυχία. Κι αυτό, γιατί το ίδιο το παιδί έχει επιλέξει στιγμή μοναξιάς με τον εαυτό του. Αντίθετα το κατ’ επανάληψη σκυθρωπό και μελαγχολικό παιδί, που δεν αντλεί ανεμελιά από το ατομικό του παιχνίδι, έχει επιλεγεί από τη μοναξιά να βρίσκεται μέσα σ΄ αυτή και άρα παύει να είναι προσωπική του επιλογή.
Απ΄ την άλλη μεριά, επειδή ο χρόνος είναι ουτώς ή άλλως μια αφηρημένη και σχετική έννοια, το κλειδί εντοπίζεται στην εξής επισήμανση: Η χρονική ποσότητα δεν οφείλει να προσβάλει την ποιοτική μοναχικότητα. Τα παιδιά χαρακτηρίζονται από ενέργειες με συχνές εναλλαγές δραστηριοτήτων, οι οποίες διατηρούν ακμαίο το ενδιαφέρον τους. Ανεξάρτητα από την πλειάδα της ποικιλομορφίας τους, το κατ’ επιλογή μοναχικό παιδί θα σπάσει το νοερό ατομικό του πύργο, αναζητώντας συντροφικότητα. Αντίθετα το καταναγκαστικά ταγμένο στη μοναχικότητα παιδί χάνει την επαφή εξαιτίας της διάρκειας του αυτόεγκλεισμού του και καταλήγει στην υπερκατανάλωση προσωπικού μοναχικού χρόνου. Δεν εμφανίζει δείγματα επιθυμίας για αλληλεπίδραση και οδηγείται στην κοινωνική απομόνωση τόσο από το άμεσο όσο και από το έμμεσο περιβάλλον.
Ως γονείς καλούμαστε για ακόμα μια φορά να ανιχνεύσουμε τη χρυσή τομή ανάμεσα στην υπερευαισθησία και τον εφησυχασμό, ώστε να δράσουμε στοχευμένα, αποφεύγοντας τις υπερβολές από τη μία, και υποστηρίζοντας με διακριτικότητα και ενσυναίσθηση από την άλλη.
Πως γίνεται αυτό εφαρμόσιμο;
Στην πρώτη περίπτωση της υγιούς κατ’ επιλογής μοναξιάς δεν εμποδίζουμε και δεν παρεμβαίνουμε στην απόσυρση του παιδιού, δίνοντας του κυριολεκτικά το χρόνο να απολαύσει μία ατομική δραστηριότητα, προτού θελήσει με δική του πρωτοβουλία την κοινωνική του επανένταξη. Στην δεύτερη περίπτωση του αναγκαστικά μοναχικού παιδιού, που υπερβάλλει στη χρήση ατομικού χρόνου, προσελκύουμε το παιδί, συζητώντας (όχι ανακρίνοντας ή κριτικάροντας ή νουθετώντας) τους λόγους της απόσυρσής του. Ακολούθως μπορούμε να το ενθαρρύνουμε να συμμετέχει σε μία διαδραστική δραστηριότητα και τέλος υποστηρίζουμε το παιδί σε περίπτωση, που παρά τις προσπάθειές μας δεν υπάρχουν δείγματα διαφοροποίησης αυτής της μοναχικής ρουτίνας, να «δει» τα προτερήματα της συντροφιάς, ώστε να καταφέρει και πάλι αυτόβουλα την επιστροφή στην κοινωνική επαφή.
Δρ. Μαριαλένα Φιλίππου, Μ.Α.
Κλινική Λογοπαθολόγος-Νευρογλωσσολόγος
Γεωργία Βλαχογιάννη
Παιδοψυχολόγος-Οικογενειακή Σύμβουλος